ligo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ligo < lig- + -o

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ligo ligoj
αιτιατική ligon ligojn

ligo (eo)

  1. σύνδεσμος, ένωση
  2. (ειδικότερα) (πληροφορική) ο σύνδεσμος προς το διαδίκτυο
  3. δεσμός
    lia asocio ne havas formalan ligon kun mia
    το σωματείο του δεν έχει τυπικό (επίσημο) δεσμό με το δικό μου