ligo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ligo | ligoj |
αιτιατική | ligon | ligojn |
ligo (eo)
- σύνδεσμος, ένωση
- (ειδικότερα) (πληροφορική) ο σύνδεσμος προς το διαδίκτυο
- δεσμός
- lia asocio ne havas formalan ligon kun mia
- το σωματείο του δεν έχει τυπικό (επίσημο) δεσμό με το δικό μου
- lia asocio ne havas formalan ligon kun mia