lipstick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lipstick | lipsticks |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lipstick (en)
- (κοσμετολογία) το κραγιόν
ενικός | πληθυντικός |
lipstick | lipsticks |
lipstick (en)