lithuanien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
lithuanien (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lithuanien (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) τα λιθουανικά, η λιθουανική γλώσσα