localization
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
localization | localizations |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
localization (en)
- (πληροφορική) η προσαρμογή - μετατροπή των μηνυμάτων (η και άλλων χαρακτηριστικών) ενός προγράμματος σε τοπική γλώσσα (ή στους τοπικούς ιδιωματισμούς)