locus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

locus < λατινική locus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

locus (en)

  1. τοποθεσία, επίκεντρο, εστία, τόπος, συγκεκριμένος χώρος, θέση, το κέντρο μιας δραστηριότητας, η σκηνή ενός εγκλήματος
  2. (μαθηματικά) τόπος, σύνολο σημείων με μια χαρακτηριστική ιδιότητα
  3. (βιολογία) το συγκεκριμένο σημείο σε ένα χρωμόσωμα όπου εντοπίζεται ένα γονίδιο

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

locus (la) αρσενικό

  1. τόπος
  2. χώρος
  3. χώρα
  4. πόλη
  5. λόφος
  6. καιρός
  7. αφορμή

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική locus locī
γενική locī locōrum
δοτική locō locīs
αιτιατική locum locōs
κλητική loce locī
αφαιρετική locō locīs
(β' κλίση)
ο πληθυντικός έχει τη σημασία χωρίον/κεφάλαιο βιβλίου

Και ετερογενές:

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
loca
γενική
-
locōrum
δοτική
-
locīs
αιτιατική
-
loca
κλητική
-
loca
αφαιρετική
-
locīs
(β' κλίση)
ο πληθυντικός έχει τη σημασία τόποι