long-term
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | long-term |
συγκριτικός | longer-term |
υπερθετικός | longest-term |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
long-term (en)
- μακροπρόθεσμος, μακροχρόνιος
- ↪ long-term stay - μακροχρόνια διαμονή
- ≠ αντώνυμα: short-term