loquace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
loquace | loquaces |
Επίθετο[επεξεργασία]
loquace (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
loquace | loquaces |
loquace (fr) αρσενικό ή θηλυκό