loyal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός loyal
συγκριτικός more loyal
υπερθετικός most loyal

Επίθετο[επεξεργασία]

loyal (en)

  • πιστός, παραμένω σταθερός στην υποστήριξή μου σε κάποιον ή κάτι
    He stood by her as a loyal partner in all the difficult times.
    Της στάθηκε πιστός σύντροφος σε όλες τις δύσκολες στιγμές.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό loyal loyaux
θηλυκό loyale loyales

Επίθετο[επεξεργασία]

loyal (fr)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]