lugubre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lugubre < (άμεσο δάνειο) λατινική lugubris < lugere, πενθώ
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lugubre | lugubres |
lugubre (fr) αρσενικό ή θηλυκό