lukso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lukso | luksoj |
αιτιατική | lukson | luksojn |
lukso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lukso | luksoj |
αιτιατική | lukson | luksojn |
lukso (eo)