lumber

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: slumber

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lumber (en)

  1. ξυλεία

Ρήμα[επεξεργασία]

lumber (en)

  1. υλοτομώ
  2. περπατώ βαριά
  3. παραφορτώνω


Συγγενικά[επεξεργασία]