lyhyt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lyhyt (fi)

  • κοντός, αντικείμενο με μικρό μήκος