lymphoma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lymphoma < lymph < λατινική lympha < αρχαία ελληνική νύμφη
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lymphoma (en) (πληθυντικός: lymphomas ή lymphomata)