médiatisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
médiatisation | médiatisations |
médiatisation (fr) θηλυκό
- τοποθέτηση κάποιου υπό έναν άρχοντα ή του αυτοκράτορα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
médiatisation | médiatisations |