météorologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.te.ɔ.ʁɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
météorologique | météorologiques |
météorologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Παράγωγα[επεξεργασία]
- météo (περικοπή)