métonymie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.tɔ.ni.mi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
métonymie | métonymies |
métonymie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
métonymie | métonymies |
métonymie (fr) θηλυκό