mörderisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
mörderisch (de)
- τρομακτικός, φοβερός
- (στον οικονομικό συναγωνισμό) αμείλικτος
- (για τιμές) σκανδαλώδης
Επίρρημα[επεξεργασία]
mörderisch (de)