maçon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
maçon | maçons |
maçon (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
maçon | maçons |
maçon (fr) αρσενικό