machine-outil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.ʃin‿u.ti/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
machine-outil (fr) θηλυκό
- εργαλειομηχανή, μηχάνημα που κρατά ένα εξάρτημα σταθερό και παράλληλα ασκεί πάνω του μια οποιαδήποτε ενέργεια