machinerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
machinerie | machineries |
machinerie (fr) θηλυκό
- το μηχανοστάσιο
ενικός | πληθυντικός |
machinerie | machineries |
machinerie (fr) θηλυκό