magicien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

magicien < magique
Αρχικά, η λέξη ήταν επίθετο και σήμαινε « μαγικός ».

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.ʒi.sjɛ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό magicien magiciens
θηλυκό magicienne magiciennes

magicien (fr)

  1. ο μάγος, που ασχολείται με τη μαγεία
  2. που μπορεί να κάνει εκπληκτικά πράγματα σε κάποιον τομέα

Συγγενικά[επεξεργασία]