magistrature
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.ʒis.tʁa.tyːʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
magistrature | magistratures |
magistrature (fr) θηλυκό
- το δικαστικό σώμα