majtki
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
majtki (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό
- η κιλότα, το γυναικείο βρακί
majtki (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό