malŝarĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

malŝarĝi < mal- + ŝarĝi

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα malŝarĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας malŝarĝas malŝarĝanta malŝarĝata
αόριστος malŝarĝis malŝarĝinta malŝarĝita
μέλλοντας malŝarĝos malŝarĝonta malŝarĝota
υποθετική malŝarĝus - -
προστακτική malŝarĝu - -

malŝarĝi (eo)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

malsxargxi, malsharghi, mals'arg'i