maledizione
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- maledizione < maledire
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
maledizione | maledizioni |
maledizione (it)
- κατάρα-πληγή, καταραμένο (να είναι)!