malfacileco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

malfacileco < mal.facil + -ec- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική malfacileco malfacilecoj
αιτιατική malfacilecon malfacilecojn

malfacileco (eo)

ili havis grandan malfacilecon trovi tradukantojn, συνάντησαν μεγάλη δυσκολία για να βρουν μεταφραστές