malrapidiĝo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

malrapidiĝo < mal- + rapid- + -iĝ- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική malrapidiĝo malrapidiĝoj
αιτιατική malrapidiĝon malrapidiĝojn

malrapidiĝo (eo)

ni devas alfronti defiojn pri malrapidiĝo de ekonomio
πρέπει να αντιμετωπίσουμε προκλήσεις που αφορούν την ύφεση της οικονομίας