malveillant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | malveillant | malveillants |
θηλυκό | malveillante | malveillantes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- malveillant < προέλευσης από τη λατινική malevolens. Μορφολογικά αναλύεται σε mal- + veuillant
Επίθετο[επεξεργασία]
malveillant (fr)