mamelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mamelle < λατινική mamilla, υποκοριστικό του mamma

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.mɛl/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mamelle mamelles

mamelle (fr) θηλυκό

Παράγωγα[επεξεργασία]