manœuvre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
manœuvre | manœuvres |
manœuvre (fr) θηλυκό
- η μανούβρα, ο ελιγμός, το τέχνασμα
- ο ανειδίκευτος εργάτης