manomètre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
manomètre | manomètres |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
manomètre (fr) αρσενικό
- το μανόμετρο
ενικός | πληθυντικός |
manomètre | manomètres |
manomètre (fr) αρσενικό