manquant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- manquant < manquer
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | manquant | manquants |
θηλυκό | manquante | manquantes |
manquant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
manquant | manquants |
manquant (fr) αρσενικό
- αυτός που λείπει