mansarde
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mansarde (fr) θηλυκό
- παράθυρο στη στέγη κτηρίου
- (κατ’ επέκταση) σοφίτα, το δωμάτιο ακριβώς κάτω από τη στέγη που έχει ένα τέτοιο παράθυρο