marionnette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
marionnette | marionnettes |
marionnette (fr) θηλυκό
- το ανδρείκελο, η μαριονέτα, το νευρόσπαστο