marquant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- marquant < marquer
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | marquant | marquants |
θηλυκό | marquante | marquantes |
marquant (fr)
- σημαδιακός, αξιοπρόσεκτος, χαρακτηριστικός, που σημαδεύει κάτι, στιγματικός