masse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Masse

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

masse < λατινική massa < αρχαία ελληνική μάζα (= ζύμη)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mas/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
masse masses

masse (fr) θηλυκό

  1. η μάζα
  2. η βαριά
  3. το ρόπαλο, η βαριοπούλα

Συγγενικά[επεξεργασία]