materac
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- materac < (άμεσο δάνειο) ιταλική materazzo
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈtɛrat͡s̑/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
materac (pl) αρσενικό
- στρώμα (πάνω στο οποίο κοιμόμαστε)