maternel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.tɛʁ.nɛl/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | maternel | maternels |
θηλυκό | maternelle | maternelles |
maternel (fr) και θηλυκό maternelle
- μητρικός
- la maternelle, école maternelle - το νηπιαγωγείο
- langue maternelle - η μητρική γλώσσα