matto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | matta | matti |
θηλυκό | matta | matte |
matto (it)
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
matto (fi)