maturiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

maturiĝi < matur- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα maturiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας maturiĝas maturiĝanta maturiĝata
αόριστος maturiĝis maturiĝinta maturiĝita
μέλλοντας maturiĝos maturiĝonta maturiĝota
υποθετική maturiĝus - -
προστακτική maturiĝu - -

maturiĝi (eo)