meanwhile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
meanwhile (en)
- το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο γεγονότων, το μεσοδιάστημα
Επίρρημα[επεξεργασία]
meanwhile (en)