measure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
measure | measures |
measure (en)
- η μέτρηση (η ενέργεια του μετράω)
- το μέτρο (μονάδα μέτρησης)
- τα μέτρα (τα διαστήματα ή το μέγεθος κάποιου πράγματος)
- οποιαδήποτε εργαλείο που χρησιμοποιείται για μέτρηση
- το μέτρο (η ενέργεια για την επίτευξη στόχου)
- (μουσική) το μέτρο (στο πεντάγραμμο, το διάστημα μεταξύ δύο διαστολών)
- (μαθηματικά) το μέτρο (συνάρτηση που αναθέτει σε κάθε σύνολο ενός χώρου έναν μη αρνητικό αριθμό και ικανοποιεί άλλες ιδιότητες ενός φυσικού μέτρου όπως το μήκος, ο όγκος κλπ.)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | measure |
γ΄ ενικό ενεστώτα | measures |
αόριστος | measured |
παθητική μετοχή | measured |
ενεργητική μετοχή | measuring |
measure (en)
- μετράω (διαπιστώνω το μήκος, το μέγεθος, την ποσότητα κάπου πράγματος)