medo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
medo (eo)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
medo | medos |
medo (pt) αρσενικό
- ο φόβος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ter medo - φοβάμαι