melting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός melting
συγκριτικός more melting
υπερθετικός most melting

melting (en) (συνήθως πριν από το ουσιαστικό, λογοτεχνικό)

  • τρυφερός, που με πείθει να νιώσω αγάπη ή συμπάθεια
    with a melting voice - με τρυφερή φωνή

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

melting (en)

Πηγές[επεξεργασία]