mensa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Mensa

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mensa < πιθανόν από τη μετοχή mensus (μετρημένος) < metior (μετρώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mensa (la) θηλυκό

  1. τραπέζι
  2. (εκκλησιαστικά λατινικά) αγία Τράπεζα
  3. τραπέζι κρεοπώλη, επικόπανο

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική mensa mensae
γενική mensae mensārum
δοτική mensae mensīs
αιτιατική mensam mensās
κλητική mensa mensae
αφαιρετική mensā mensīs
(α' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]