mentira
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mentira | mentiras |
mentira (pt) θηλυκό
- το ψέμα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mentira | mentiras |
mentira (pt) θηλυκό