merci

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

merci < λατινική mercedem < merces

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɛʁ.si/

Επιφώνημα[επεξεργασία]

merci (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

merci (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

merci (fr) θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • à la merci de: στη διάθεση κάποιου, στο έλεος κάποιου, όντας τελείως εξαρτημένος από κάποιον
  • à merci: χωρίς όρια, λέγεται αρνητικά για κάτι που μπορεί κάποιος να εκμεταλλευτεί όσο θέλει