mesurable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mesurable < mesurer

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mesurable mesurables

mesurable (fr) αρσενικό ή θηλυκό