metodo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metodo | metodoj |
αιτιατική | metodon | metodojn |
metodo (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
metodo (it)