mettable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mettable < mettre
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mettable | mettables |
mettable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
mettable | mettables |
mettable (fr) αρσενικό ή θηλυκό